λαυδανίνη

λαυδανίνη
η
χημ. οπτικά ανενεργό δηλητηριώδες αλκαλοειδές που λαμβάνεται από το όπιο ή από την αλκαλική μητρική άλμη η οποία λαμβάνεται από εκχύλισμα μορφίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. laudanine < laudanum (< λάβδανον) + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”